- επανασυνδέω
- ενώνω ξανά, ξαναδένω, ξανασυνδέω πρόσωπα ή πράγματα ή καταστάσεις που είχαν διαλυθεί ή αποχωριστεί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επανασυνδέω — επανασυνδέω, επανασύνδεσα βλ. πίν. 5 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
επανασυνδέω — επανασύνδεσα και επανασυνέδεσα, επανασυνδέθηκα, επανασυνδεμένος, μτβ., κυριολ. και μτφ., δύο ή περισσότερα πράγματα ή πρόσωπα που αποχωρίστηκαν μεταξύ τους τα συνδέω πάλι, ανασυνδέω, ξαναδένω. Επανασύνδεσαν τις σχέσεις τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επανα- — ἐπανα και ἐπαν (AM) μσν. νεοελλ. Α συνθετικό λέξεων που σημαίνουν: α) επανάληψη τής έννοιας τού Β συνθετικού («επαναλαμβάνω, επαναλέγω» κ.λπ.) β) για δεύτερη φορά, ξανά, πίσω («επανέρχομαι, επανακάμπτω» κ.λπ.) γ) επάνω («επανασύρω», σύρω επάνω… … Dictionary of Greek
επανασύνδεση — Η διαδικασία κατά την οποία θετικά ιόντα συναντούν ηλεκτρόνια και ενώνονται μαζί τους για τον σχηματισμό ουδέτερων ατόμων ή μορίων (δηλαδή, διαδικασία αντίθετη προς τον ιονισμό). Η σύλληψη ενός ηλεκτρονίου από ένα βαρύ ιόν είναι πολύ δύσκολη… … Dictionary of Greek
συμφιλιώνω — συμφιλιῶ, όω, ΝΜ επανασυνδέω φιλία που είχε διακοπεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + φιλιῶ / ώνω «κάνω κάποιον φίλο, συνάπτω φιλία» (< φιλία)] … Dictionary of Greek